πόλεμος του Βιετνάμ

Материал из Викисловаря

Греческий[править]

Тип и синтаксические свойства сочетания[править]

πό-λε-μος του Βιετ-νάμ

Устойчивое сочетание (термин). Используется в качестве именной группы.

Произношение[править]

Семантические свойства[править]

Значение[править]

  1. истор. война во Вьетнаме ◆ «Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ειρήνη»: υπό αυτόν τον ποιητικό τίτλο εκδόθηκαν τα ημερολόγια της γιατρού Ντανγκ Θούι Τραμ που υπηρέτησε εθελοντικά στον Πόλεμο του Βιετνάμ, σε μία από τις πιο σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα στη σύγχρονη Ιστορία της. .tovima.gr, «Βιετνάμ», 10.09.2023

Синонимы[править]

Антонимы[править]

Гиперонимы[править]

  1. πόλεμος

Гипонимы[править]

Этимология[править]

Библиография[править]