Категория:Средний род/el
Внешний вид
Страницы в категории «Средний род/el»
Показано 200 страниц из 1508, находящихся в данной категории.
(Предыдущая страница) (Следующая страница)Α
- Άαχεν
- αβαείο
- αβαντάζ
- αβασταγό
- αβγό
- αβοκάντο
- αγγειοσκόπιο
- αγγείωμα
- άγγελμα
- αγγλικά
- αγγούρι
- αγίασμα
- αγιοκέρι
- αγιόκλημα
- αγκάθι
- αγκίστρι
- αγόρι
- αγρίμι
- αγριογούρουνο
- αδράχτι
- αδρόνιο
- αδύνατο
- αεροδρόμιο
- αεροπλάνο
- αερόστατο
- αερόστρωμνο
- Αζερμπαϊτζάν
- αηδόνι
- άθλημα
- άθυρμα
- αιθάνιο
- αιθένιο
- αίμα
- αιμαγγείωμα
- αιματοσκόπιο
- αιμόμετρο
- αίσθημα
- ακαταλόγιστο
- ακόντιο
- ακοντισμός
- ακόρντο
- ακροατήριο
- ακρωνύμιο
- ακτίνιο
- ακτινόμετρο
- ακτινοσκόπιο
- αλάβαστρο
- αλάτι
- αλεξικέραυνο
- αλεξίπτωτο
- αλεύρι
- αλκαλοειδές
- άλλοθι
- άλμα
- άλμη
- άλμπατρος
- άλογο
- αλογόνο
- αλτίμετρο
- αλυσοπρίονο
- άλφα
- αλφάβητο
- αμάξι
- αμινοξύ
- αμόνι
- αμπαζούρ
- αμπέλι
- αμπέρ
- αμπερόμετρο
- αμύγδαλο
- άμυλο
- αμφιθέατρο
- αναγέλασμα
- ανάγλυφο
- ανάγραμμα
- ανάθεμα
- αναλγητικό
- αναλόγιο
- αναπόφευκτο
- ανέκδοτο
- ανεμόμετρο
- ανεμοσκόπιο
- άνθι
- ανθοκομείο
- ανθότυρο
- ανιόν
- άνοιγμα
- ανοιχτήρι
- ανομία
- αντεπιχείρημα
- αντιβιοτικό
- αντίδοτο
- αντιηλεκτρόνιο
- αντικουάρκ
- αντιπαράδειγμα
- αντισωματίδιο
- αντιτορπιλικό
- αξεσουάρ
- αξίωμα
- αξολότλ
- απαρέμφατο
- άπειρο
- απίδι
- άπιον
- απόθεμα
- απολυμαντικό
- απορρυπαντικό
- απόσπασμα
- αποτέλεσμα
- απόφθεγμα
- αραιόμετρο
- άρθρο
- αριθμητικό
- αρκεβούζιο
- αρνάκι
- αρνί
- αρπακτικό
- αρσενικό
- αρτηρια
- αρχείο
- αρχέτυπο
- αρχιπέλαγος
- ασβέστιο
- ασήμι
- ασθενοφόρο
- άσθμα
- άσμα
- ασπράδι
- άσπρο
- αστέρι
- αστεροσκοπείο
- άστρο
- άτι
- ατμόπλοιο
- αυγό
- αυτί
- αυτοκινητάκι
- αυτοκίνητο
- αυτοπορτρέτο
- αφέψημα
- αφήγημα
- αφήλιο
- άφνιο
- αφτί
- άχθος
- αχλάδι
- άχυρο
- αψέντι
Β
- βαγόνι
- βάδισμα
- βαζάκι
- βάζο
- βάθρο
- βαθυσκάφος
- βακτήριο
- βαλς
- βάλσαμον
- βάμμα
- βάριο
- βαρκάκι
- βαρόμετρο
- βάρος
- βαρυόνιο
- βάσανο
- βασίλειο
- Βατικανό
- Βέλγιο
- βέλος
- βενζένιο
- βενζόλιο
- βερίκοκο
- βερνίκι
- βήμα
- βηματόμετρο
- βήξιμο
- βήτα
- βιβλιάριο
- βιβλίο
- βιβλιοπωλείο
- Βιετνάμ
- βιζόν
- Βικιλεξικό
- βιντεοσκόπιο
- βινύλιο
- βιοκαύσιμο
- βιολί
- βιολοντσέλο
- βιοπολυμερές
- βισμούθιο
- βλαστοκύτταρο
- βλέφαρο
- βόδι
- βόλβοξ
- βολτάμετρο
- βολταμπερόμετρο
- βολτόμετρο
- βολφράμιο
- βόριο
- βότσαλο
- βουνό