Индекс:Греческий язык/Α/λ

Материал из Викисловаря
Индекс, составляемый вручную

Α · Β · Γ · Δ · Ε · Ζ · Η · Θ ·  Ι  · Κ · Λ · Μ · Ν · Ξ · Ο · Π · Ρ · Σ · Τ · Υ · Φ · Χ · Ψ ·

Ω

άλατα

άλγεβρα
άλγος
άλειμμα
άλεση
άλεσμα
άλευρο
άλκαλι
άλλαγμα
άλλοθι
άλμα
άλμη
άλμπουμ
άλμπουρο
άλογο
άλτης
άλτο
άλτρια
άλφα
άλφιτο
άλως
άλωση

αλάβαστρο αλάβαστρος αλάνα αλάνης αλάνι αλάργεμα αλάτι αλάτισμα αλάφι αλάφρωμα αλέα αλέγκρο αλέτρι αλήθεια αλήτης αλήτισσα αλίευμα αλίνδιση αλίπαστα αλαζονεία αλαζόνας αλαλία αλαλαγή αλαλαγμός αλαλητό αλαλητός αλαλούμ αλαμπουρνέζικα αλανιάρα αλανιάρης αλανιάρισσα αλατζάς αλατιέρα αλατοπίπερο αλατωρυχείο αλατόνερο αλαφράδα αλαφρομυαλιά αλαφρόπετρα αλβανικά αλγηδών αλγολαγνεία αλειμματοκέρι αλεξήλιο αλεξίπτωτο αλεξανδρινισμός αλεξικέραυνο αλεξιπτωτίστρια αλεξιπτωτιστής αλεπού αλερετούρ αλεσιά αλετραπόδα αλετροπόδι αλευράς αλευρέμπορος αλευριά αλευρικό αλευροβιομηχανία αλευροποίηση αλευροποιία αλευροποιός αλευρού αλευρόμυλος αλεύρι αλεύρωμα αληγείς αληθοφάνεια αλησμονησιά αλησμονιά αλητάμπουρας αληταράς αληταρία αλητεία αλητοπαρέα αλητοτουρίστας αλητοτουρίστρια αλητόπαιδο αλιάδα αλιεία αλιεύς αλιπηγή αλισάχνη αλισίβα αλισβερίσι αλισφακιά αλιφασκιά αλκάλιο αλκή αλκαλοειδές αλκοολίκι αλκοολική αλκοολικιά αλκοολικός αλκοολισμός αλκοτέστ αλκοόλη αλκυονίδα αλκυονίδες αλκυόνα αλλάς αλλαντίαση αλλαντικά αλλαντικό αλλαντοποιία αλλαντοποιείο αλλαντοποιός αλλαντοπωλείο αλλαντοπώλης αλλαξιά αλλαξοκαιριά αλλαξοπιστία αλλεπαλληλία αλλεργία αλληγόρημα αλληθώρισμα αλληλασφάλεια αλληλεγγύη αλληλεξάρτηση αλληλεπίδραση αλληλοβοήθεια αλληλογράφος αλληλογραφία αλληλοδιαδοχή αλληλοπάθεια αλληλοσεβασμός αλληλοσκοτωμός αλληλοσπαραγμός αλληλουχία αλληλοϋποστήριξη αλλοίωση αλλοδοξία αλλοκεντρισμός αλλοτρίωση αλλοτροπία αλλοτροπισμός αλλοφροσύνη αλλόφρονας αλλόφωνο αλμανάκ αλμπάνης αλμπατρός αλμπινισμός αλμυρά αλμυρίκι αλμυρότητα αλμύρα αλογάκι αλογατάκι αλογοουρά αλογοσούρτης αλογοσύρτης αλογόμυγα αλοιφή αλοτροπισμός αλουμινόχαρτο αλουργίδα αλουσιά αλπινίστρια αλπινισμός αλπινιστής αλσύλλιο αλτάνα αλτήρας αλτερνατίβα αλτικόρνο αλτρουΐστρια αλτρουισμός αλτρουϊσμός αλτρουϊστής αλυγαριά αλυκή αλυσμός αλυτάρχης αλυτρωτισμός αλφάβητο αλφάδι αλφάδιασμα αλφαβήτα αλφαβητάρι αλφαβητάριο αλφισμός αλχημίστρια αλχημεία αλχημιστής αλωνίστρια αλωνισμός αλωνιστής αλωπεκή αλωπεκίαση αλόγα αλόη αλύχτημα αλύχτισμα αλώνι αλώνισμα