Индекс:Древнегреческий язык/Α
Индекс, составляемый вручную |
α[править]
αα[править]
αβ[править]
- ἅβα
- Ἄβα
- ἀβαθής
- Ἄβαι
- ἀβακέω
- ἀβακής
- ἀβακίζομαι
- ἀβάκιον
- ἀβάκχευτος
- ἀβάλε
- Ἄβαντες
- Ἀβαντίδας
- Ἀβαντίς
- ἄβαξ
- ἀβάπτιστος
- ἀβαρής
- Ἀβαρίς
- Ἀβαρνίς
- ἀβασάνιστος
- ἀβασανίστως
- ἀβασίλευτος
- ἀβασκάντως
- ἀβάστακτος
- ἄβατα
- ἄβατος
- ἀβαφής
- ἀββᾶ
- ἀβδέλυκτος
- Ἄβδηρα
- Ἀβδηρίτης
- Ἀβδηριτικόν
- Ἀβδηριτικός
- Ἀβδηρόθεν
- ἀβέβαιον
- ἀβέβαιος
- ἀβεβαιότης
- ἀβεβαίως
- ἀβέβηλος
- ἀβελτερία
- ἀβέλτερος
- ἀβελτέρως
- ἀβελτηρ-
- Ἀβεντῖνον
- ἀβίαστος
- ἀβιάστως
- Ἄβιλα
- Ἀβιληνή
- Ἄβιοι
- ἄβιος
- ἀβίοτος
- ἀβίωτος
- ἀβιώτως
- ἀβλάβεια
- ἀβλαβέως
- ἀβλαβής
- ἀβλαβίη
- ἀβλαβῶς
- ἀβλαστής
- ἀβλεπτέω
- ἀβλέπτημα
- ἀβλέφαρος
- ἀβλής
- ἄβλητος
- ἀβληχής
- ἀβληχρός
- ἀβοατί
- ἀβόατος
- ἀβοήθητος
- ἀβόητος
- ἄβολος
- ἀβόρβορος
- ἁβός
- ἀβόσκητος
- ἀβουκόλητος
- ἀβουλέω
- ἀβούλητος
- ἀβουλήτως
- ἀβουλία
- ἄβουλος
- ἀβούλως
- ἀβούτης
- ἅβρα
- ἁβρά
- Ἀβραδάτας
- ἄβρεκτος
- ἀβριθής
- ἁβροβάτης
- ἁβρόβιος
- ἁβρόγοος
- ἁβροδίαιτον
- ἁβροδίαιτος
- ἁβροκόμης
- ἀβρόμιος
- ἄβρομος
- ἁβρόν
- ἁβροπέδιλος
- ἁβροπενθής
- ἁβρόπηνος
- ἁβρόπλουτος
- ἁβρός
- ἁβροσύνη
- ἀβροτάζω
- ἁβρότης
- ἁβρότιμος
- ἄβροτος
- ἁβροφυής
- ἁβροχαίτης
- ἁβροχίτων
- ἄβροχος
- ἁβρύνω
- ἀβρώς
- ἁβρῶς
- ἄβρωτος
- Ἀβυδηνή
- Ἀβυδηνοκόμης
- Ἀβυδηνός
- Ἀβυδόθεν
- Ἀβυδόθι
- Ἀβυδοκόμης
- Ἄβυδος
- ἄβυθος
- ἀβυρτάκη
- ἄβυσσος
- Ἀβωνου
αγ[править]
- ἄγα
- ἀγά
- ἀγάασθαι
- Ἀγαβάτανα
- ἀγαγεῖν
- ἀγάζομαι
- ἀγάζω
- ἀγάθεος
- ἀγαθοδαιμονιασταί
- ἀγαθοδαιμονισταί
- ἀγαθοειδής
- ἀγαθοεργέν
- ἀγαθοεργία
- ἀγαθοεργός
- Ἀγαθοκλῆς
- ἀγαθον
- ἀγαθοποιΐα
- ἀγαθοποιέω
- ἀγαθοποιός
- ἀγαθός
- Ἀγάθυρσοι
- Ἀγάθων
- ἀγαθῶς
- ἀγαθωσύνη
- ἀγαίομαι
- ἀγακλεής
- ἀγακλειτός
- ἀγακλυτός
- ἀγακτίμενος
- ἀγάλακτος
- ἀγαλλίασις
- ἀγαλλιάω
- ἀγαπάω
- ἀγάπη
- ἀγαπητός
- ἀγαρικόν
- ἄγγελος
- ἁγιάζω
- ἁγιασμός
- ἅγιος
- ἀγνοέω
- ἀγορά
- ἀγοράζω
- ἀγρός
- ἄγω
- ἀγών
αδ[править]
αθ[править]
αι[править]
ακ[править]
αλ[править]
αμ[править]
αν[править]
- ἄν
- ἀνά
- ἀναβαίνω
- ἀναβλέπω
- ἀναγγέλλω
- ἀναγινώσκω
- ἀνάγκη
- ἀνάγω
- ἀναιρέω
- ἀνάκειμαι
- ἀνακρίνω
- ἀναλαμβάνω
- ἀναπαύω
- ἀναπίπτω
- ἀνάστασις
- ἀναστρέφω
- ἀναστροφή
- ἀνατολή
- ἀναφέρω
- ἀναχωρέω
- ἄνεμος
- ἄνευ
- ἀνέχομαι
- ἀνήρ
- ἀνθίστημι
- ἄνθρωπος
- ἀνίστημι
- ἀνοίγω
- ἀνομία
- ἄνομος
- ἀντί
- ἄνωθεν
αξ[править]
απ[править]
- ἀπαγγέλλω
- ἀπάγω
- ἁπαξ
- ἀπαρνέομαι
- ἅπας
- ἀπειθέω
- ἀπέρχομαι
- ἀπέχω
- ἀπιστία
- ἄπιστος
- ἀπό
- ἀποδίδωμι
- ἀποθνῄσκω
- ἀποκαλύπτω
- ἀποκάλυψις
- ἀποκρίνομαι
- ἀποκτείνω
- ἀπόλλυμι
- ἀπολογέομαι
- ἀπολύτρωσις
- ἀπολύω
- ἀποστέλλω
- ἀπόστολος
- ἀπροσδόκητος
- ἅπτομαι
- ἀπώλεια