είδε
Форма 3 л. пр. вр. глагола είδα
◆ Ο βασιλιάς μπήκε στο μύλο να γλιτώσειαπ' την μπόρα κι είδε το παιδί. — Царь пришёл на мельницу, чтобы спастись от ливня и увидел ребёнка. «Οι τρεις χρυσές τρίχεε του Δράκου»